- κλειθρια
- κλειθρίαἡ замочная скважина, отверстие Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κλειθρίᾳ — κλειθρίαι , κλειθρία keyhole fem nom/voc pl κλειθρίᾱͅ , κλειθρία keyhole fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειθρίας — κλειθρίᾱς , κλειθρία keyhole fem acc pl κλειθρίᾱς , κλειθρία keyhole fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek